- κυβερνᾶς
- κυβερνᾶ̱ς , κυβερνάωsteerpres ind act 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυβερνᾷς — κυβερνάω steer pres subj act 2nd sg κυβερνάω steer pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ROMA — I. ROMA Latii in Italia urbs, de cuius origine et conditore diversa legimus apud auctores. Receptissima opinio est, a Romulo et Remo fratribus conditam fuisse, unde et nomen acceperit, an. primô septimae Olympiadis, teste Dionysiô Halicarnasseô,… … Hofmann J. Lexicon universale
διαιρώ — (AM διαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. χωρίζω σε μέρη, κατατέμνω, μερίζω 2. εκτελώ την πράξη τής διαίρεσης 3. διχάζω, προκαλώ διχόνοια, διασπώ την ενότητα («διαίρει και βασίλευε» φρόντιζε να σπέρνεις τη διχόνοια ανάμεσα στους εχθρούς σου, ώστε να κυβερνάς… … Dictionary of Greek
πολιτική — η 1. η τέχνη να κυβερνάς ένα κράτος: Η πολιτική θέλει έμπειρους πολιτικούς. 2. ο τρόπος χειρισμού κρατικών υποθέσεων, αλλ. πρόγραμμα: Συζητήθηκε στη βουλή η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης. 3. επιτήδεια ενέργεια ή συμπεριφορά: Στις σχέσεις με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)